γέννῃ — γέννα descent fem dat sg (attic epic ionic) γέννα descent fem dat sg (attic epic doric ionic) γέννας mother s brother masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέννηι — γέννῃ , γέννα descent fem dat sg (attic epic ionic) γέννῃ , γέννα descent fem dat sg (attic epic doric ionic) γέννῃ , γέννας mother s brother masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek
κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… … Dictionary of Greek
ονήτωρ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας του Φρόντιδα, κυβερνήτη του πλοίου του Μενέλαου, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτέχνησε ο μεγάλος ζωγράφος Πολύγνωτος σε τοιχογραφία στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς. 2. Ιερέας του Δία στο όρος Ίδη… … Dictionary of Greek
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
παραμυθήτωρ — ορος, ὁ, Α ο παραμυθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
παρατίλτρια — ἡ, Α δούλη η οποία έβγαζε τραβώντας τες τις τρίχες από το σώμα τής κυρίας της. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατίλλω + επίθημα τρια (πρβλ. γεννή τρια)] … Dictionary of Greek
πελεκήτωρ — ορος, ὁ, Α ποιητ. τ. τού πελεκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek